πολυόμματα

πολυόμματα
πολυόμματος
many-eyed
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • мъногоочитыи — (8*) пр. Многоокий, многоглазый (о херувимах и серафимах): начала || и власти г҃ьстви˫а слѹжѧть б҃ѹ прѣдъсто˫аще хѣвимъ [так!] серафимъ многоѡчитии трест҃ѹю пѣ(с) приносѧть ти. СбЯр XIII, 204–204 об.; мира просвѣти хѣровимъ серафимъ многоѡчитии.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …   Dictionary of Greek

  • πολυόμματος — ο / πολυόμματος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει πολλά μάτια (α. «βουκόλον τίνα πολυόμματον Ἄργον τοὔνομα ἐπέστησεν», Λουκιαν. β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”